Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Για τα γενέθλιά σου




Αύριο θα γιορτάζαμε τα γενέθλιά σου , αν δεν είχες καταφέρει να χωθείς στον τάφο.
Μέσα στο Σεπτέμβριο κλείσανε κι οι έξι μήνες από τον θάνατό σου…

Κατάφερες και χώθηκες στον τάφο, ναι, έτσι όπως στα λέω.

Μια ζωή για τους άλλους…
Να τρέξεις να προλάβεις, να εξυπηρετήσεις, να υπηρετήσεις, να καλύψεις ανάγκες και επιθυμίες άλλων, να στερηθείς εσύ τα πάντα…

Όλα για τους άλλους. Τα πάντα για τους άλλους.

Κάπου θα είχες την ψευδαίσθηση πως επειδή ήσουν πάντα θύμα και θυσία για τους άλλους, κάποτε θα σε αναγνώριζαν και θα σε αγαπούσαν…

Κι είμαι τόσο θυμωμένη μαζί σου, που αντί να είσαι εδώ να χαιρόμαστε η μια την άλλη, έφυγες και παράτησες και την ζωή σου (ποια ζωή…) κι εμένα!
Κι εγώ πρέπει να έρθω πάλι να σου πλύνω τον τάφο και μαζί με τα λουλούδια, τα κόλλυβα και τα τρισάγια να σου πω, πως Κανένας δε σε αναγνώρισε. Κανένας δε σε αγάπησε. Κανένας δε σε θυμάται.

Τζάμπα πήγες!
Το ακούς;
Τζάμπα πήγες!

Κι όταν θα ψοφήσω κι εγώ με το καλό, η ανάμνησή σου θα σβήσει μαζί μου.


Τζάμπα πήγες ρε μάνα…

Τίνα Βάμβουρα



Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Στην αγκαλιά του Μορφέα



Το νόημα της ζωής το είχα βρει όταν ήμουν μωρό στην κούνια!
Οι μαρτυρίες λένε πως ήμουν από τα πιο βολικά μωρά, όχι που είμαι μπροστά δηλαδή, αλλά έτσι είναι.
Μπορούσα να κοιμάμαι σερί δεκατέσσερις ώρες χωρίς να βγάλω κιχ. Δεν έτρωγα, δεν έπινα, άρα δε λέρωνα και πάνες για να με αλλάξουν. Κι αν κάποια στιγμή ξυπνούσα νωρίτερα , καθόμουν στο ραχάτι μου και περίμενα πότε θα με θυμηθούν πως υπάρχω.
Ακόμα και νταούλια να βαρούσαν από πάνω μου και να γινότανε γλέντι τρικούβερτο με φωνές, κάπνα, πιατοσπασίματα κι ό,τι  άλλο φασαριόζικο, δε χάλαγα την ηρεμία μου για κανέναν και δεν την «έσπαγα» σε κανέναν.
Φαίνεται είχε αποδώσει η «εκπαίδευση» που μου έκανε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, καθώς με άφηνε στο δωμάτιο με φως και ράδιο κι όλοι στο σπίτι συνέχιζαν να μιλάνε δυνατά και να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να φοβούνται πως θα ενοχληθεί το βρέφος.

Α, ήταν ωραία εποχή, ομολογώ. Στην ξάπλα και στην ηρεμία μου. Κανείς δεν με ενοχλούσε για πολύ, άραζα κι ο καιρός περνούσε ευχάριστα.
Τα προβλήματα τελικά ξεκίνησαν, όταν έπρεπε να ξυπνάω, να έχω πράγματα να κάνω, ασχολίες, σχολείο, δραστηριότητες, δουλειά αργότερα, ευθύνες κι ένα σωρό φροντίδες.
Τότε δεν είχα να φροντίσω ούτε για μένα, ούτε για κανέναν. Δεν έπρεπε να δίνω λύσεις, απαντήσεις, δε χρειαζότανε να κάνω τίποτα. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν μήπως δω κανέναν εφιάλτη και με ξυπνήσει…

Κάποια στιγμή λίγο μετά την ενηλικίωσή μου και σε μια περίοδο της ζωής μου που είχα να αντιμετωπίσω διάφορα – αυτό που πάντα είχα διάφορα κουλά να αντιμετωπίσω χωρίς σταματημό, πρέπει κάποτε να το κοιτάξω…- με ρωτάει η πιο στενή μου φίλη : «Τι θα σε ευχαριστούσε πραγματικά;»
Η απάντηση την άφησε ξερή, με το καλαμάκι του φραπέ στο χέρι κι ανήμπορη να ρουφήξει μια γουλιά… : «Να κοιμάμαι!»

Μετά από λίγη ώρα που συνήλθε και με όση περισσότερη αγάπη και κατανόηση είχε για μένα – και πραγματικά, μόνο αυτή μου έχει δείξει τόση- έβγαλε το συμπέρασμα πως ήθελα να δραπετεύω από την πραγματικότητα μέσω του ύπνου.
Άδικο δεν είχε. Οι καλύτερες ώρες μου ήταν όταν ήμουν κοιμισμένη.

«Αυτό το παιδί, γεννήθηκε κουρασμένο…» ήταν η φράση που με συνόδευε… Και δεν ήταν τυχαία, καθώς δεν πιστεύω στο τυχαίο. Φαίνεται πως και ως βρέφος ακόμα, την είχα ψιλιαστεί την κατάσταση εδώ για τους κοινούς θνητούς. Είχα προβλέψει το μέλλον μου και είχα ήδη κουραστεί για τα όσα θα έπρεπε να ζήσω, να περάσω, να κάνω και δεν ήθελα…
Δε λένε πως από μωρό και από τρελό , μαθαίνεις την αλήθεια; Ε, σε μένα υπήρχε ο συνδυασμός και του μικρού και του τρελού από χρόνο μηδέν…

Αυτά που ήθελα να αποφύγω και δεν τα κατάφερνα όσο ήμουν εκτός κρεβατιού, αυτά που ήθελα να κάνω και δεν μπορούσα ή δε με άφηναν άνθρωποι/περιορισμοί/συνθήκες/ανικανότητα , στον ύπνο μου τα κατάφερνα. 
Και το ακόμα καλύτερο ήταν όταν κοιμόμουν τις ώρες που όλοι οι άλλοι δημιουργούσαν και σάλευα τις υπόλοιπες που αυτοί κοιμόντουσαν.
Μια αλλεργία στους ανθρώπους πάντα την είχα…

«Τι κάνεις ρε παιδάκι μου τη νύχτα σαν τον βρυκόλακα;»
«Απολαμβάνω τη σιωπή! Δεν υπάρχει ούτε νυχτερίδα να με ταράξει!»

Ακούω κόσμο που λέει πως δεν μπορεί να χάνει το πρώτο φως της μέρας… Μα κι εμένα μου αρέσει! Ειδικά αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα δω πριν πέσω για ύπνο!
Να λέει πως δεν μπορεί μόνος του… Απορώ… Ο σκύλος μου κι εγώ φτάνουμε. Αυτός ταιριάζει μαζί μου στο θέμα του ύπνου. Ποτέ δε λέει όχι σε αυτό.

Κάθομαι και τον παρατηρώ να ροχαλίζει και να ονειρεύεται και χαίρομαι που είναι τόσο έξυπνος που έχει πιάσει το νόημα… Ό,τι και να γίνεται, ένας ύπνος είναι σωτήριος.
Την πέφτω δίπλα του κι εγώ και βλέπω τα ταξίδια που δεν έκανα, τα άτομα και τα μέρη που μου λείπουν, όλα όσα δεν προλάβαμε να κάνουμε και να πούμε και το μόνο που με ανησυχεί  είναι μην τυχόν και με θυμηθεί κανείς και μου διακόψει τα όνειρα με αυτό το ρημαδοτηλέφωνο…

Σαν πολλά έγραψα και σήμερα. Πάω να την πέσω. Προχθές έβλεπα πως ήμουν σε κάτι λίμνες στην Αγγλία με τη συγχωρεμένη την μάνα μου. Κάναμε διακοπές… Κι ας μην έχει πατήσει ούτε χιλιοστό το πόδι της έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Φαίνεται τώρα που άλλαξε διάσταση, αποφάσισε επιτέλους να κάνει  ταξίδια και με «πήρε» και μαζί.
Ελπίζω σήμερα να με πάει και σε εκείνα τα μεσαιωνικά κάστρα τη Σκωτία που καημό το χω, πως δε θα τα δω ποτέ στον ξύπνιο μου!


Τίνα Βάμβουρα


(αυτή η εκτέλεση μου αρέσει καλύτερα και καμία συγγνώμη δε ζητάω από τον Αλκίνοο!)

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Πασχαλιές





Μέχρι τα 7 μου, κάθε Σάββατο του Λαζάρου, άρχιζε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, η κυρά Λένη, να μου λέει τα Πάθη του Ιησού. Στα 8 μου, είχε ήδη «φύγει» για να συναντήσει τον Κύριο, που τόσο πολύ αγαπούσε και πίστευε, κι από όλους τους ανθρώπους που γνώρισα, για αυτήν είμαι σίγουρη, πως αυτή είναι κοντά Του.

Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, η ίδια επιμονή από μέρους μου. Άκουγα την διήγηση και βαθειά μέσα μου είχα την πίστη, πως το τέλος θα αλλάξει. Πως η γιαγιά μου το κρυβε το καλό… Πως τελικά οι άνθρωποι κατάλαβαν και δεν βασάνισαν και δε σταύρωσαν τον Κύριο.

Πως ο Θεός άλλαξε γνώμη και δεν άφησε τον Υιό του να πεθάνει για όλους αυτούς τους αχάριστους τύπους που έχουμε κατακλύσει τη γη.

Πως ο Κύριος άστραψε και βρόντηξε και τους έστειλε εκεί που τους έπρεπε μια καλή στην Κόλαση πριν περάσει τα μαρτύρια…

Τις Μεγάλες Πέμπτες μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Σταύρωσης, τότε που μόνο το φως των κεριών υπάρχει, στην απόλυτη σιωπή, μόλις άκουγα το «Σήμερον κρεμάται…» , παιδάκι ακόμα ανατρίχιαζα και με πιάνανε τα κλάματα.

Τελικά δεν είχε σωθεί ο Αθώος. Μου το επιβεβαίωναν οι χτύποι πάνω στο Σταυρό.

Κι από τότε κατάλαβα πως δεν υπάρχει περίπτωση , το γένος των ανθρώπων να βάλουμε μυαλό και να σωθούμε από τον αχρείο εαυτό μας, στον αιώνα τoν άπαντα…

Για όσους δεν πιστεύουν , ξέρω πως θα μου πείτε πως πρόκειται απλά για μια ιστορία. Καλώς… Αν δείτε όμως γύρω σας, αυτή η ιστορία είναι η πραγματικότητα για όλους τους αθώους στον κόσμο, που βαστάζουν τα δικά μας βάρη και που τους προδίδουμε και τους στέλνουμε στον τάφο με όσα τους κάνουμε ή δεν κάνουμε για αυτούς…

Ακόμα κλαίω τις Μεγάλες Εβδομάδες. Κάτι τα τροπάρια, κάτι το χάλι μας, κάτι οι απουσίες από τη ζωή μας…
Κάθομαι δίπλα στους ηλικιωμένους που κατακλύζουν τους ναούς, είτε για να μη με κοροϊδέψουν που κλαίω, είτε για να κλαίμε αντάμα, είτε για να φαντάζομαι πως αυτά τα γεροντάκια είναι και δικά μου, μιας που τα δικά μου έχω χρόνια να τα δω κι ίσως αργήσω να τα βρω στην άλλη διάσταση. Ίσως και να μην τα βρω καθόλου, καθώς σίγουρα δε θα βρίσκομαι στο μέρος με τους καλούς.

Όπως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, πρώτα ο Θεός, θα βρεθώ στο νεκροταφείο, την ώρα του Επιταφίου, να κάνω παρέα στις ψυχές των δικών μου. Άλλο ένα Πάσχα με τόσες απουσίες…

Να αγαπάτε και να προστατεύετε και να φροντίζετε τους δικούς σας, ρε. Πριν έρθει η ώρα που θα τους πηγαίνετε πασχαλιές στον τάφο τους.

Εύχομαι να έρθει η ώρα που όλοι θα γίνουμε καλοί και κανένας δε θα βλάπτει τον άλλο.
Που όλοι θα είμαστε αγνοί, δίκαιο κι αθώοι.

Για αυτό το Πάσχα δεν προλαβαίνουμε, ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρουμε μέχρι το άλλο.

Καλό Πάσχα με υγεία και αγάπη για όλους σας και τους δικούς σας και του χρόνου, στο μέτρημα να μη σας λείπει κανείς.

Τίνα Βάμβουρα


"Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν..."

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Θα τα ξαναπούμε;




Όλη μέρα μια λέξη άκουγες : «μαμά» . Μαμά τούτο, μαμά κείνο, μαμά το άλλο.
Για όλα, μα για όλα, «μαμά» έλεγα. Εσύ ο αρχηγός για τα πάντα. Όσα δεν ήξερα, όσα ήθελα, όσα έψαχνα...
«Μαμούνια», έλεγες! «Να μην ξανακούσω μαμά εδώ μέσα!» κι αναλάμβανες δράση.
Ακόμα και πριν από μένα για μένα.

            Κι ήρθε η μέρα που συνειδητοποίησα πως όσα μαμά και να πω, εσύ δε θα είσαι εδώ να μου πεις μαμούνια.
            Ήρθε η μέρα που δεν ήθελα να ζήσω.
Πάντα έλεγα πως θέλω να φύγω πριν από σένα. Να πεθάνω εγώ στα χέρια σου κι όχι εσύ στα δικά μου.

            Πού είσαι τώρα μαμά; Και πότε θα τα ξαναπούμε; Και τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα;

            Με ποιον θα τσακώνομαι; Ποιον θα πειράζω; Σε ποιον θα εμπιστεύομαι την ίδια μου τη ζωή;

Νιώθω πως έφυγε ο άγγελος-προστάτης από δίπλα μου.

Τουλάχιστον ελπίζω πως θα είσαι καλά εσύ, μαζί με όλους τους δικούς μας, που τόσο σου λείψανε και ήθελες να πας να τους ξαναβρείς.

Να μπορούσα μόνο να ξέρα, πότε θα τα ξαναπούμε...



Τίνα Βάμβουρα



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Μέχρι το τέλος




«Ξέρεις τι κατάλαβα; Είναι κάποια ποτήρια που πρέπει να τα πιούμε μόνοι μας.» μου είπε κι εκεί σταματήσαμε να μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας. Δακρύσαμε, επιστρέψαμε στην πραγματικότητα και στη ρουτίνα μας. Μέχρι να έρθει η στιγμή να τα ξαναπούμε...

Και τι να πούμε; Ξέρουμε. Είμαστε από εκείνους που ξέρουμε. Το έχουμε δει. Από εκείνους που έχουμε πεταχτεί στον ύπνο μας για  να δούμε αν ο δικός μας άνθρωπος αναπνέει.

Δε μας χρειάζονται λόγια. Μας χρειάζεται η ασάλευτη υπομονή. Αυτή που σε κάνει να κρατάς την λογική σου, όταν συνειδητοποιείς πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μόνο να παρακολουθείς στον ξύπνιο σου έναν εφιάλτη. Που δεν ξέρεις πότε και πώς θα τελειώσει.

Κι έχει έναν ήλιο απέξω , που είναι σα να σε ειρωνεύεται. Φως παντού έξω κι εδώ μόνο μαύρο.

Μέχρι το τέλος λοιπόν, εδώ. Περιμένοντας να αδειάσει το ποτήρι, αυτό που πρέπει να πιούμε μόνοι μας...


Τίνα Βάμβουρα 





Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Πώς να σωθεί ο «υπερήρωας»;




Υπάρχουμε και κάποιοι που είχαμε την τύχη να υπάρξουν στη ζωή μας υπερήρωες.

Αυτοί που ήταν πάντα εκεί για εμάς, που τα ήξεραν όλα ή τουλάχιστον εμείς νομίζαμε πως τα ήξεραν. Που τα έκαναν όλα πριν από εμάς για εμάς. Που έβρισκαν όλες τις λύσεις. Που ήξεραν να μας στηρίζουν. Να μας σηκώνουν. Να μας πιάνουν από το χέρι και να προχωράμε.

Ήταν αυτοί που ό,τι κι αν παθαίναμε, σε αυτούς τρέχαμε. Να μας γλιτώσουν, να μας σώσουν, να μας κάνουν καλά, να μας παρηγορήσουν, να μας δείξουν νέο δρόμο, να πάρουμε λίγο από τη δύναμή τους.

Ήταν αυτοί που δε σταματούσαν ποτέ. Δεν ξεκουράζονταν. Δεν κοιτούσαν τον εαυτό τους. Δε ζητούσαν βοήθεια.

Ήταν αυτοί που ήταν για όλους,  και για εκείνους ποιος; Συνήθως ο κανένας.

Ήταν αυτοί που τους είχαμε στο μυαλό μας ως ανθεκτικούς, παντοδύναμους και αιώνιους.

Ήταν αυτοί που δε σηκώσαμε τα βάρη τους, ούτε για λίγο.

Ήταν αυτοί που κάποια στιγμή κλάταραν.
Άδειασαν. Κουράστηκαν. Δεν τραβούσαν άλλο.

Τους είδαμε να χάνουν τις δυνάμεις τους και παγώσαμε.
Να αρρωσταίνουν κι αποσυντονιστήκαμε.
Να φλερτάρουν με τον θάνατο και χάσαμε την μπάλα.
Όσο πιο δυνατός είναι ο άλλος στα μάτια μας, τόσο πιο μεγάλο το σοκ όταν τον δούμε πληγωμένο και αδύναμο.
Κι όμως , ναι, κι οι βράχοι σπάζουν.

Μας κοίταξαν στα μάτια και μας παρέδωσαν την μπέρτα τους.
«Πάρτην, βάλτην, πέτα την, καύτην, εγώ άλλο δεν μπορώ. Τελείωσα. Κάτσε εδώ και κοίτα με να φεύγω. Δε θέλω να με σώσεις. Δεν ξέρω κι αν μπορείς. Κουράστηκα, πώς το λένε; Δε θέλω άλλο. Θέλω να κλείσω τα μάτια και να πάψω να πονάω. Αυτό μόνο. Μπορείς να το δεχτείς; Μπορείς να με βοηθήσεις;»

Πώς να δεχτείς πως ο υπερήρωας σου αγάπησε τελικά το θάνατο περισσότερο από τη ζωή;
Θα μου πεις, κάποια στιγμή όλοι θα πεθάνουν.
Μα πεθαίνουν κι οι υπερήρωες;
Κι όταν πεθαίνουν, γιατί να μη φεύγουν την ώρα της μάχης, μια κι έξω;

Ίσως γιατί δεν έμαθαν να χάνουν μάχες από άλλους. Μόνο από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Και πώς να σώσεις τον υπερήρωα που αποφάσισε να φύγει με όποιο κόστος;

Δε θα τον σώσεις. Στο λέω εγώ.
Θα κάτσεις απλώς δίπλα του και θα κάνεις αυτά που θα σου πει.
Γιατί του χρωστάς.
Θα κάτσεις απλώς δίπλα του και σε λίγες ώρες θα μεγαλώσεις τόσο πολύ, που θα νομίζεις πως είσαι πιο γέρος κι από τον Μαθουσάλα.

Πότε γερνάμε ξέρεις;
Όταν πάψουμε πια να πιστεύουμε στους παιδικούς μας ήρωες.
Όταν δούμε πως κι οι υπερήρωες είναι θνητοί, αλλά για την αγάπη των άλλων κατάφεραν ακόμα κι όσα δεν μπορούσαν.

Το «αν» όμως θα σου μείνει.
Αν είχες βάλει κι εσύ μια μπέρτα όταν έπρεπε, κι είχες βοηθήσει, αντί να περιμένεις να σε βοηθήσουν...
Αν τα είχες πάρει όλα τα βάρη εσύ;
Μήπως ο ήρωάς σου έπαιρνε κάποια παράταση;

Και τελικά πρέπει να είναι υπερήρωας ο άλλος ή ζωντανός;
Αν ήταν λιγότερο δυνατός κι ικανός, θα τον είχες λιγότερο αγαπήσει;

Τίνα Βάμβουρα