Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Στην εκπνοή του 2012



Το 2012 φεύγει και δεν μπόρεσα να μη μελαγχολήσω και φέτος.
Όχι για το χρόνο που φορτώνομαι, αλλά για τα χρόνια και τα άτομα που έφυγαν και δεν ξαναγυρίζουν.
Μελαγχολία για όλα και όσους δεν θα ξαναδώ.
Για όλα όσα δεν είπα, δεν πρόλαβα, δεν έκανα.
Αλλά και ευγνωμοσύνη για όσα αξιώθηκα να δω και να ζήσω και για όλα τα άτομα που πέρασαν από τη ζωή μου και την άλλαξαν και τη σημάδεψαν με όποιο τρόπο, καλό ή κακό.
Τους ευχαριστώ όλους ανεξαιρέτως.


Η ευχή μου για μένα για την καινούρια χρονιά, είναι να μάθω να ευχαριστώ και να συγχωρώ. Α , κι εκείνη την ρημάδα την ησυχία που έχω παραγγείλει από πρόπερσι!

Οι ευχές μου για εσάς πέρα από υγεία , τύχη κι ευτυχία, είναι να βρείτε τη δύναμη να αντέξετε όλα όσα θα σας φέρει το 2013.
Να έχετε ηρεμία στην ψυχή και στο πνεύμα και να περνάτε ατάραχα τα άσχημα και να γλεντάτε μέχρι τελικής πτώσεως τα καλά.
Να βλέπετε , να ακούτε, να ζείτε, να νιώθετε μόνο όμορφα πράγματα και να περιστοιχίζεστε μόνο από ωραίους ανθρώπους, ντόμπρους, κιμπάριδες, θετικούς, γλετζέδες ακόμα και στα δύσκολα. Που να είναι εκεί για εσάς και όλοι μαζί να στηρίζεστε και να συνεχίζετε δυναμικά ακόμα και κόντρα στα κύματα.
Μέσα στο 2013 να ψοφήσει η αχαριστία,η προδοσία, η τρέλα, η εγωπάθεια, η μνησικακία, η έπαρση, η πλεονεξία, η κακία, η μικρότητα, ο θυμός, η πείνα,η αρρώστια, η μοναξιά.

Και σας εύχομαι επίσης να καταφέρετε να αγαπάτε, να προστατεύετε, να χαίρεστε και να τιμάτε τους δικούς ανθρώπους όσο τους έχετε, γιατί ποτέ κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμα θα είστε μαζί...

Αυτές τις μέρες θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να βρεθώ στο νησί της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου. Γιαυτό θα κλείσω με το δικό τους έθιμο, το έθιμο του Άγιου Βασίλη.
Τα κάλαντα δεν τα λένε παραμονή Πρωτοχρονιάς , αλλά ανήμερα.
Μόλις σκοτεινιάζει μαζεύονται οι παρέες και περνάνε με τα μουσικά όργανα από κάθε σπίτι!
Μένουν αρκετή ώρα εκεί και στήνετε ολόκληρο γλέντι με κεράσματα και φυσικά κρασί.
Έτσι καταλήγουν στα τελευταία σπίτια, το πρωί της επόμενης μέρας.

Εύχομαι και για εσάς όλο το 2013, να είναι ένα ατέλειωτο γλέντι!

Τίνα Βάμβουρα



Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΑΡΓΟΣ ΧΟΡΟΣ



Αυτό το ποίημα γράφτηκε από μια έφηβη που πάσχει από καρκίνο.
Της μένουν μερικοί μήνες ζωής και η επιθυμία της είναι να στείλει ένα γράμμα σε όλους για να τους πει να ζήσουν τη ζωή τους στο έπακρο, αφού αυτή δε θα μπορέσει να το κάνει.



ΑΡΓΟΣ ΧΟΡΟΣ

Έχεις σταματήσει ποτέ να κοιτάξεις τα παιδιά που παίζουν;
Ή να ακούσεις τον ήχο της βροχής που πέφτει στη γη;

Ή να κοιτάξεις την τρελή κούρσα μιας πεταλούδας;
Ή να παρατηρήσεις τον ήλιο που χάνεται μέσα στη νύχτα;
Χαμήλωσε ταχύτητα.

Μην χορεύεις τόσο γρήγορα
Ο χρόνος είναι λίγος.
Η μουσική δεν θα διαρκέσει για πάντα
Περνάς κάθε σου μέρα στα γρήγορα;
Όταν ρωτάς κάποιον "τι κάνεις", ακούς ποτέ σου την απάντηση;
Στο τέλος της ημέρας ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου με χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό σου;
Καλά θα κάνεις να κόψεις ταχύτητα.
Μη χορεύεις τόσο γρήγορα. Ο χρόνος είναι λίγος.
Η μουσική δε θα διαρκέσει για πάντα
Είπες ποτέ στο παιδί σου <<θα το κάνουμε αύριο>> χωρίς να προσέξεις μέσα στη βιασύνη σου την απογοήτευσή του;
Έχεις χάσει ποτέ σου έναν καλό φίλο μόνο και μόνο επειδή δεν έβρισκες το χρόνο να του τηλεφωνήσεις;
Καλά θα κάνεις να κόψεις ταχύτητα.
Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
Ο χρόνος είναι λίγος.
Η μουσική δε θα διαρκέσει για πάντα.
Όταν αγχώνεσαι και τρέχεις όλη τη μέρα
Είναι σα να έχεις ένα δώρο που δεν το άνοιξες ποτέ...Και που το πέταξες
Η ζωή δεν είναι μια κούρσα ταχύτητας
Ζήσε χαλαρά.
Άκου τη μουσική.





Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Περισσεύει κανά κομμάτι αγάπη;



Όλοι νομίζουμε πως ξέρουμε να αγαπάμε. Ξέρουμε όμως;

Ξέρουμε να το νιώθουμε; Ξέρουμε να το λέμε;
Και ξέρουμε να το δείχνουμε όπως πρέπει κι όσο συχνά πρέπει;

Από όλα όσα διδαχτήκαμε από γονείς και δασκάλους, ένα νομίζω μας μένει ακόμα να μάθουμε.
Το πώς να αγαπάμε.

Δεν ξέρω να ορίσω τι είναι αγάπη.
Και δε θα ψάξω τον ορισμό στα λεξικά και στα αποφθέγματα.
Την αγάπη ή την αισθάνεσαι ή όχι.
Τόσο απλά. Τόσο απόλυτα.

Η αγάπη δεν αυξομειώνεται.
 Αλλιώς θα ήταν θερμοκρασία.
Η αγάπη δεν αλλάζει μορφή.
Αλλιώς θα ήταν χαμαιλέοντας.
Η αγάπη δεν τελειώνει.
 Ή υπάρχει στο πριν, στο τώρα, στο μετά, στο τέλος, ή δεν υπήρξε ποτέ.
Η αγάπη δεν είναι χλιαρή.
Αλλιώς θα ήταν ποδόλουτρο.

Αγάπη δεν είναι δίνω από το περίσσευμα.
Αγάπη είναι δίνω από το υστέρημα.
Από αυτό που λείπει ,δίνω.
Δανείζομαι κι όλας , αν έχω στερέψει, για να δώσω κι άλλο.
Κι όλο και πιο πολύ.

Η αγάπη δεν έχει να κάνει με την ώρα. Με τις βολικές στιγμές.
Δεν υπάρχει : «σε λίγο…» στην αγάπη.
Τι είναι; Επιταγή μεταχρονολογημένη;
Και θα ζήσει ο άλλος αρκετά ώστε να την εισπράξει;

Δεν υπάρχει : «θα δείξει…»
Τι θα δείξει; Γιαούρτι είναι και θα δείξει αν θα κόψει;

Δεν υπάρχει το : «θα σε αγαπώ αν…»
Αν ξεκινάς με το «αν», με αυτό θα μείνεις , μην πω και τίποτα χειρότερο.
Γιατί αν στο μεταξύ ο άλλος μπει σε αυτό το τρυπάκι και θέσει κι αυτός ή και αλλάξει τις προϋποθέσεις, τους όρους, τα όρια, τα περιθώρια… θα αποφασίσει να βρει μια αγάπη που δε θα έχει «αν».
Θα είναι για αυτόν έτσι απλά και χωρίς πολλά ζόρια.

Γιατί η αγάπη είναι απλή και βγαίνει αβίαστα, αν υπάρχει…
Αλλιώς παράτα τα καλύτερα κι άντε για ψάρεμα!

Αν φτάσει ο άλλος στο σημείο να σε ρωτήσει : «μ’αγαπάς;»
Σημαίνει πως δεν του περνάς το μήνυμα.

Κι αν αρχίσει να απομακρύνεται, μην ψάξεις φταίχτες αλλού.
Κοιτάξου στον καθρέφτη.
Εσύ. Ναι, εσύ…
Εσύ ήσουν που θεώρησες τα πάντα δεδομένα.
Και δεν προσπάθησες να το δείξεις όσο έντονα έπρεπε.
Και δεν κατάφερες να πείσεις τον άλλον.

Αν καταντήσεις τον άλλον ζητιάνο της αγάπης σου, μην απορήσεις ποτέ γιατί τον έχασες.

Τίνα Βάμβουρα

"...αν μ' αγαπάς , μη μ'αγαπάς, σα να σου περισσεύω..."



Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Επιτέλους τέλος!




Τελευταία έχω φάει απίστευτο κόλλημα με την Ταρντόγατα, την πιο ζοχάδα γάτα που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.
Όταν η γάτα ενημερώθηκε πως το τέλος του κόσμου έρχεται σε λίγες μέρες , αναφώνησε : επιτέλους!
Την ίδια ακριβώς αντίδραση είχα κι εγώ. Άντε να πέσει τελικά ο ουρανός στα κεφάλια μας να ησυχάσουμε!

Να πάψω να βλέπω γύρω μου όλα και όλους όσους με απογοητεύουν και με πληγώνουν.
Να τελειώνω με τους ανθρώπους και τα προβλήματα.
Αυτό το αστειάκι που λέγεται ζωή στη Γη, παρατράβηξε.
Δεν αντέχω άλλο.

Με φέρανε να ζήσω και από κάποιο σημείο και μετά, νομίζω πως ζω από κεκτημένη ταχύτητα.
Απλώς επειδή δεν αυτοκτονώ ή δε μου τελειώνουν οι μπαταρίες.
Δεν είμαι αγνώμων.
Άλλοι είναι άρρωστοι και πολεμάνε να κρατηθούν στη ζωή, γιατί πιστεύουν πως είναι ωραία.
Και ίσως να έχουν και δίκιο.
Ουσιαστικά δεν ξέρω αν θέλω να πεθάνω.
Αλλά σίγουρα ξέρω πως δε θέλω να ζω άλλες φρίκες.

Κουράστηκα από πολλά και πλέον δε με τρομάζει ο θάνατος που για κάποιους λόγους συναντάω πολύ συχνά στη ζωή μου. Με τρομάζει το να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους.
Με τρομάζει ο άνθρωπος, η προδοσία, η αχαριστία, η αρρώστια, η πείνα, η ανημπόρια, η ξεφτίλα, ο πόνος.
Αλλά ο θάνατος όχι.

Δεν ξέρω τι ακολουθεί μετά. Αν εξακολουθούμε να υπάρχουμε κάπου αλλού με κάποια άλλη μορφή ή αν περνάμε οριστικά στην ανυπαρξία.
Αλλά πάντα θεωρούσα καλότυχους όσους έφευγαν και γλίτωναν από τον σκατόκοσμο.
Πάντα έκλαιγα περισσότερο αυτούς που μένουν και τα λούκια που έχουν τραβήξουν.

Με την ανυπαρξία είμαι οκ. Αλλά αν υπάρχουμε κάπου αλλού με κάποια άλλη μορφή, θα παρακαλούσα να έχω πλάι μου μόνο τετράποδα και τα λιγοστά δίποδα που αγάπησα και με αγάπησαν.
Καλή η πρόβλεψη των Μάγια , αλλά για το τι ακολουθεί μετά δε μας είπαν! Κι έχω ένα άγχος όσο να πεις…

Όταν κάποια στιγμή φύγω, έχω δώσει εντολή στη φίλη μου, να γίνει πάρτυ. Με μεζέδες και τραγούδια. Να είναι μια χαρούμενη στιγμή, που επιτέλους γλίτωσα!
Αν έρθει η συντέλεια βέβαια, θα πρέπει να δώσω την εντολή για το γλέντι στον Μητσοτάκη , στις κατσαρίδες και στους μαλάκες… Γιατί μόνο αυτοί θα επιβιώσουν…

Αν με χρειαστείτε στις 21 του Δεκέμβρη, κάπου εδώ τριγύρω θα είμαι, θα κάνω δεήσεις στον ουρανό και θα λέω : «Πέσε! Πέσε!»
Παρακαλώ μη με διακόψετε.

Τίνα Βάμβουρα



Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Ένα ένα και μη βιάζεσαι...



Πες μου , πώς είναι να ζεις στην παράνοια;
Να είσαι μόνη, γιατί έδιωξες από δίπλα σου κάθε λογικό άνθρωπο;
Να μη σε θέλουν ούτε οι δικοί σου;
Να φέρνεις εμετό σε όποιον κάποια στιγμή καταλάβει τι είσαι;
Να σε θυμούνται όλοι για το πόσο τρελή, αχάριστη, κακιά, εμπαθής, επικίνδυνη, σίχαμα είσαι;
Να περνάς την μέρα σου με φαντασιώσεις πως όλοι σε ζηλεύουν, σε κυνηγάνε, θέλουν να ξέρουν  για σένα;
Να μην κατανοείς πως σε σιχαίνονται περισσότερο κι από τις αμαρτίες τους;
Να μην καταλαβαίνεις πως δεν ξέρουν τι να κάνουν μαζί σου : να γελάσουν ή να σε κλάψουν;
Γιατί όπως λέει και μια φίλη : «στο τέλος όλοι τους λυπούνται τους τρελούς».
Πες μου έχεις καταλάβει πως όταν το μισό ημισφαίριο της γης είναι εναντίον σου, δε φταίνε όλοι οι άλλοι , αλλά εσύ;
Πες μου κάνει κρύο εκεί ψηλά στις πτήσεις που κάνεις με την καλαμάρα σου;
Πες μου, όταν με το καλό σε κλείσουν στο Δαφνί, τι θες να σου φέρνω στις επισκέψεις;
Και να παρακαλάς να σε κλείσουν εκεί, γιατί σου αξίζουν και χειρότερα.
Κουνιέσαι δεξιά αριστερά… Κάποια μέρα θα κουνηθείς στον λάθος άνθρωπο…
Και θα σε φυτέψει …
Πες μου, έχεις καταλάβει πως θα ψοφήσεις σαν το σκυλί στο αμπέλι και δε θα έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο να σου δώσει ένα ποτήρι νερό;
Πες μου, αν όπως λένε οι ψυχές βλέπουν μετά θάνατον, θα σου αρέσει που θα έχει έρθει ο μισός πλανήτης με μπαγλαμάδες και τζουράδες και θα σπάει πιάτα που σε ξεφορτώθηκε επιτέλους;
Ούτε οι ρέγγες δε θα σε κλάψουν… το ξέρεις;
Το ξέρεις πως ό,τι κάνουμε επιστρέφεται;
Πως όλα θα τα πληρώσουμε εδώ;
Το ξέρεις πως ούτε στην κόλαση δε σε θέλουν γιατί μέχρι κι εκεί έχουν μια στάλα αξιοπρέπεια και φιλότιμο ακόμα;

Θα σου πω μια φράση που χω «κλέψει» από τον αδερφό μου, σαν τελευταία συμβουλή :
«Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου… ΨΟΦΑ!»

"κράτα τώρα σημειώσεις, για πολλά θα μετανιώσεις...ένα ένα και μη βιάζεσαι, ένα ένα θα δικάζεσαι..."

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Το τεκνό που περνά και χάνεται




Κατά καιρούς το μάτι πλανιέται, σε άνδρες νεαρότατους , μικρούς και τριανταφυλλένιους. Γεμάτοι ζωή και ομορφιά, περνοδιαβαίνουν θρασύτατοι, κορδωτοί,  καμαρωτοί , για να μου θυμίσουν πως υπάρχουν και τέτοια κομμάτια.

Παρεκκλίνοντας του κανόνα, αλλά και της εξαίρεσης, που θέλει αμέσως να αισθανθείς  τον πόθο για το τρυφερούδι, στον δικό μου εγκέφαλο, έρχεται ένας θυμός. Πού ήταν όλοι αυτοί όταν ήμουν μικρότερη; Κυκλοφορούσαν; Ή τώρα που σε λίγο θα σβήσω τα 32 κεράκια, βγήκανε από τις κρυψώνες τους, έτσι για να μου την σπάσουν;

Γιατί αν κυκλοφορούσαν τότε, εγώ δε θα ήμουν μια βλαμμένη έφηβη , που έφαγε το χρόνο της και την υπομονή της, προσπαθώντας να κατακτήσει –ανεπιτυχώς- τον σχεδόν συνομήλικο νεαρό με τα στραβά πόδια, που όλοι τον έβλεπαν άσχημο και μόνο εγώ δεν έβλεπα την τύφλα μου. Και να ταν τα πόδια μόνο το θέμα; Εδώ ήταν και το μυαλό του κι ο γιαλός και γενικά όλα στραβά αρμενίζανε. Αν υπήρχαν αυτά τα τεκνά τότε, εγώ θα ήμουν κολλημένη με τον καμένο;

Οκ ποτέ δε μου άρεσαν οι μικρότεροι άντρες. Έλεγα θα μεγαλώσω, θα βάλω μυαλό, θα πρέπει να γυρίσω να κοιτάξω κι εγώ κανά πιπίνι. Ακόμα τζίφος! Πάλι μου έρχεται μια αναγούλα, αν με σκεφτώ να σαλιάζω για μικρότερο.

Δεν ξέρω γιατί. Ίσως φταίνε τα φεγγάρια; Ίσως ακόμα θέλω πολλά ψωμιά; Ίσως πρέπει να πάρω την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή; Ίσως να περιμένω λίγο ακόμα να πιάσω τα 62; Θα μου αρέσουν τότε; Θα λυσσάω για φρέσκο αίμα; Θα τα καταφέρει η μασέλα μου να ροκανίσει αυτά τα γάλακτος;

Χλωμό το κόβω…Μπορεί και να μη φτάσω τα 62 καν…όχι επειδή θα τα κρύβω…Δε θέλω να κρύβω τα χρόνια. Είμαι περήφανη που καταφέρνω κι επιβιώνω κάθε χρόνο που περνάει. Είναι δικά μου! Και δεν τα χρωστάω σε κανέναν κερατά! Και πάλι μπορεί και να μην έχω λεφτά για μασέλα τότε…Η κρίση στην Ελλάδα, ήρθε για να μείνει! Και σε 30 χρόνια, πάλι τα ίδια θα κάνουμε. Έχουμε αυτή την απίστευτη σταθερότητα του βάλτου!

Είμαι σίγουρη πως και σε 30 χρόνια από τώρα, όσα κουράγια και να έχω, πάλι θα αναγουλιάζω με τα τεκνά. Πολύ φοβάμαι πως έχει για πάντα φωλιάσει μέσα μου εκείνη η φρίκη που έφαγα στα 23 μου, όταν μου πήρε γκόμενο η φίλη μου …Αυτός 32, αυτή 52… Και μη φανταστείτε καμιά θεά στο μάτι. Γιατί αν ήτανε θεά, θα το χα καταπιεί αμάσητο. Θα είχα καταλάβει κι αποδεχτεί. Ακόμα ψάχνω απαντήσεις που ποτέ δε θα βρω. Αλλά το τραύμα μένει.

Ξυπνούσα με εφιάλτες τότε από την ζήλια και την κακία μου! Της πέταξα κατάμουτρα όταν με πολυτσίτωσε : «χαλάλι σου! Να δω πώς θα σε παρουσιάσει στη μάνα του, που είσαι μεγαλύτερή της! Δεν πειράζει, πάρτον! Εγώ έχω ακόμα πολλά χρόνια ζωής μπροστά μου.»

Κι αφού πέταξα τη χολή μου, την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια και βαριά καρδιά… ήταν βαρύ αυτό που είπα, δεν ξέρω κι αν το μετάνιωσα…Δεν ξέρω κι αν θα αντιδρούσα έτσι, αν μου τον έτρωγε συνομήλικη, μικρότερη…Αν ήταν μια ξένη κι όχι η φίλη που με διπλάρωσε για να του την πέσει… Το κακό είχε γίνει.

Και μετά ήρθε η λύπη. Όχι για εκείνον, αλλά για αυτήν. Φαντάστηκα τον εαυτό μου κάποια χρόνια μετά στη δική της τη θέση. Κάτι μέσα μού έλεγε πώς δε θα ναι καλά. Έλεγα, κοίτα ρε συ, ακόμα κι εγώ που είμαι γυναίκα και που κάποτε θα κλιθώ να το ζήσω – όσα ρεζιλεύουμε λουζόμαστε, νόμος- την έκρινα έτσι. Τι άδικος ο χρόνος που περνάει για τις γυναίκες. Τι άδικη η κατάκριση όταν οι άντρες κάνουν τα ίδια και χειρότερα. Δεν ήθελα να με αξιώσει ο Θεός να το ζήσω. Στην κοινωνία, χάπυ έντ με τεκνό δεν είδα. Μόνο χάπι…Ενίοτε και το μπουκάλι ολόκληρο…

Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αμείλικτος ο χρόνος. Θέλεις δε θες θα μπεις στο κουτάκι σου... Καθισμένη σε μια καφετέρια, είδα τυχαία το «τεκνό» εκείνο να περνάει. Με τη γυναικούλα του…το παιδάκι του… κι  αυτή που κάποτε τον είχε θεό στο τίποτα. 

Τίνα Βάμβουρα



(κείμενο το 2011 , είχε φιλοξενηθεί στο eyedoll.gr)



Το ξόρκι της λήθης



Όταν είχε ξεκινήσει η φρενίτιδα με τα βιβλία του Χάρρυ Πόττερ, ένα φιλαράκι είχε ενημερώσει κι εμένα.
«Σιγά ρε που θα κάτσω να διαβάσω κι εγώ τέτοια.» είχα πει, με το γνώριμο αποδοκιμαστικό μου ύφος, που πάντα σήμαινε πως όλα όσα είπα θα τα λουστώ.

Τα χρόνια πέρασαν, είχαν βγει τα πρώτα τέσσερα βιβλία αν θυμάμαι καλά, κι εγώ δεν είχα διαβάσει μισή λέξη!
Ήταν τέτοια εποχή, δεκαπέντε μέρες πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων και είχα τότε αναλάβει ένα κοριτσάκι. Δε μελετούσε για το σχολείο και τις εξετάσεις της κι αποφάσισα να της κατάσχω τα βιβλία του Πόττερ που την απασχολούσαν , μέχρι να τελειώσει η σχολική χρονιά.

Από περιέργεια άνοιξα να διαβάσω τι σκατά ήταν αυτό που την είχε απορροφήσει τόσο και κόλλησα! Κάθισα και διάβασα όλα τα βιβλία με μιαν ανάσα σχεδόν. Θυμάμαι πως κοτζάμ γαϊδάρα, γιατί τα είχα τα χρονάκια μου , στην αλλαγή του χρόνου οι δικοί μου έκοβαν την βασιλόπιττα κι εγώ δεν άφηνα το βιβλίο από τα χέρια μου λες και θα έδινα εξετάσεις!

Προφανώς το παιδί που έκρυβα μέσα μου, ψοφούσε για μαγικές λύσεις σε όλα. Να κάνεις ένα ξόρκι κι όλα ή σχεδόν όλα, να αλλάζουν, να διορθώνονται, να γίνονται…
Πιο πολύ με τραβούσε η ιδέα του να κάνεις ένα ξόρκι και οι δουλειές του σπιτιού να γίνονται από μόνες τους!

Αλλά ακόμα πιο πολύ, θα ήθελα να υπάρχει το ξόρκι της λήθης.
Όλα όσα με χαλάνε να τα σβήσω.
Να σβήσω κι εμένα στις πιο δύσκολες στιγμές μου.
Να φορέσω μόνιμα το χαμόγελο και να μη με νοιάζει ακόμα κι αν υπήρχε καταστροφή γύρω μου. Αφού θα μπορούσα να την ξεχάσω μετά και κανένα σημάδι να μη μείνει.

Όσο περνούν τα χρόνια, καταστάσεις κι άνθρωποι χαράζονται μέσα στην ψυχή και στο μυαλό μας.
Προσπαθούμε να τα διαχειριστούμε όλα. Κάθε μέρα, όλη μέρα.
Κι όσο προσεκτικοί και να είμαστε, όλα έχουν το αποτύπωμα και το τίμημά τους.

Κανένας δεν έζησε ατσαλάκωτα. Κανένας δεν έφτασε στο τέλος χωρίς σημάδια.
Κάποιοι τα κατάφεραν πιο καλά. Κάποιοι άλλοι χάθηκαν μέσα στο ζόρι.
Θέλει πολύ λες να χάσεις τη δύναμη, την πίστη, την εμπιστοσύνη, το μυαλό σου;

Αυτοί που τα κατάφεραν και συγκρατήθηκαν,  πιστεύω πως ήταν αυτοί με την λεγόμενη επιλεκτική μνήμη.
Που κατάφεραν κι έθαψαν βαθιά όσα τους πόνεσαν.
Που κατάφεραν κι έθαψαν οριστικά τον μαλάκα εαυτό τους.

Γιατί αυτό που μας πειράζει πιο πολύ, είναι η δική μας ευθύνη!
Το πόσο μαλάκες επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να γίνουμε, για οποιονδήποτε λόγο.
Γυρνάμε και μας κοιτάμε καμιά φορά και δεν αναγνωρίζουμε το πόσο μαλάκες υπήρξαμε!

Η αρρώστια και ο θάνατος, μας πονούν σαφώς. Αλλά έχουμε μάθει πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Όποιος ζει, είναι φθαρτός. Κι έτσι κάποια στιγμή, το ξεπερνάμε κουτσά στραβά. Ή το αποδεχόμαστε.

Εκείνο που ποτέ δεν περνά, είναι όταν ξυπνάμε μια μέρα και διαπιστώνουμε το πόσο μαλάκες γίναμε!
Και τότε ευχόμαστε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, δια μαγείας να ξεχνούσαμε.
Κι όσοι μας πλήγωσαν, μαζί και πρώτα ο εαυτός μας, να ήμασταν φαντάσματα, που πέρασαν στην λήθη.

Τίνα Βάμβουρα
"...I'm carrying my tears in a plastic bag and it's the only thing I got from you..."
                                                     "...never come back to me..."

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Όλα είναι μνήμη




Τα καλοκαιρινά βράδια στο νησί παρακολουθούσα τη γιαγιά μου και την αδερφή της καθισμένες στο μπαλκόνι, γυρισμένες προς το Ικάριο , να λένε τις ιστορίες τους από τότε που ήταν παιδιά. Τις πλάκες και τα γέλια, τις βεγγέρες τους, τους νεανικούς τους έρωτες. Τα χρόνια που μετανάστευσαν στην Αίγυπτο προσπαθώντας να ζήσουν. Τους άντρες, τις φιλίες τους, τα δύσκολα και τα καλά που πέρασαν, όλα με μεγάλη νοσταλγία. Κάθε βράδυ τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες που ποτέ δε βαριόμασταν να ξανακούμε.

Έρχονταν και τα ξαδέρφια και τα φιλαράκια τους, όλα Χαιλάντερς και έτσι κάποια στιγμή αθροίζοντας τις ηλικίες που είχαμε στο μπαλκόνι, είχαμε φτάσει τα χίλια και συνεχίζαμε… Λέγαμε χασκογελώντας πίσω από την πλάτη τους, να βάλουμε ταμπέλα στα κάγκελα  «Βρεφονηπιακός Σταθμός τα Ζουζουνάκια» όταν κάποια στιγμή όλα τα γερόντια βρίσκανε κάτι για να τσακωθούν κι έπρεπε να πάω έξω να τα χωρίσω μην αρχίσουν κι εκσφενδονίζουν γλυκά του κουταλιού, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγω τα μπαστούνια που κράδαιναν στον αέρα απειλώντας ο ένας τον άλλον.

Η θεία η Νταίζη – Δέσποινα βαφτισμένη, αλλά από τότε που πάτησε το πόδι της στα ξένα, μια φορά την είπαν Νταίζη και δεν άκουγε στο Δέσποινα ξανά… - κοντά στα 97, αλλά με νύχι μακρύ και κόκκινο της ώρας, τσαντάκι και ασορτί καπέλο , δεν πα να ήταν 3 το ξημέρωμα, το καπέλο στη θέση του και μαλλί στην πένα, να επιμένει  τα χιλιάδες χάπια που έπινε με τη χούφτα – όσα ήθελε κι όσα της άρεσε το χρώμα- να τα συνοδεύει με μπύρα… Να ξεχνάει ποια είναι και ποιοι είμαστε οι γύρω και να σηκώνεται το χωριό στο πόδι με τις φωνές που έμπηζε πως η νύφη της  «έκλεψε» το body milk και τώρα αυτή με τι θα αλείφεται…

Να πετάγεται ο ξάδερφος της ο Μανώλης «Θες και body milk ρε χούφταλο; Να σε πάρει ωραία ο Χάρος;» και να γίνεται αναπαράσταση του γάμου του Κουτρούλη , όπου κλάματα , γέλια, μπινελίκια , μπηχτές και αποκάλυψη πικάντικων κι ασυγχώρητων μυστικών εκατέρωθεν έπεφταν σύννεφο…

Είχα ονειρευτεί κάποτε να το ζήσω κι εγώ με τον αδερφό μου. Να καθόμαστε σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου, καθώς εμείς είμαστε και κυνικοί , να μιλάμε για τα περασμένα και κάπου γύρω να υπάρχουν τα παιδιά, τα ανίψια  και τα εγγόνια μας, να μας κράζουν. Να μας βαριούνται και να μας αγαπούν ταυτόχρονα.

Να έρχονται κι οι φίλοι , να υπάρχει πάντα ζωή στο σπίτι. Αυτό το σπίτι που είχε πάντα κόσμο. Που είχε πάντα τη μάνα μου να μαγειρεύει και να μπουκώνει όποιον βρίσκει. Να ακούγεται φασαρία , μουσική και γέλιο, χωρίς να έχουμε γιορτή. Αλλά επειδή είναι καλοκαίρι κι όλοι βρισκόμαστε εκεί, στο ραντεβού με αυτόν τον τόπο και τους δικούς μας.

Τα χρόνια πέρασαν πιο γρήγορα από όσο φαντάστηκα. Οι παρουσίες λιγόστεψαν πολύ. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα «φεύγουν» και οι Χαιλάντερς… Κάτι ιστορίες , βιντεοκασέτες και κάτι φωτογραφίες έμειναν για να θυμάμαι.

Παιδιά, ανίψια κι εγγόνια δεν τα βλέπω στον μακρινό ορίζοντα… Δεν βλέπω καν τον αδερφό μου να μου κάνει τη χάρη να μη με αφήσει σαν το κούτσουρο.

Τρέμω την ώρα που θα βρεθώ μόνη με το σκύλο εκεί μέσα στην ησυχία.

Λένε πως όταν υπάρχει κάποιος πίσω να σε θυμάται, ουσιαστικά ποτέ δεν πεθαίνεις.
Εγώ θυμάμαι. Σε ποιον θα  μεταφέρω αυτές τις θύμησες;
Σε ποιον θα πω για αυτούς που αγάπησα;
Ολόκληρες γενιές ανθρώπων θα πεθάνουν μαζί με μένα.
Αυτά που έζησαν, αυτά που είπαν, αυτά που ζήσαμε μαζί , θα σβήσουν.

Συνειδητοποιείς πως μεγάλωσες όταν μένεις ο τελευταίος που φυλάει το χώμα που ζήσατε και τις αναμνήσεις.
Όταν κάθεσαι στις καρέκλες τους κι είναι σα να τους βλέπεις ζωντανούς μπροστά σου και γελάς με όσα λέγατε και κάνατε.

Κι ύστερα έρχεται μια τέτοια θλίψη, που νιώθεις πως δε θα ξαναγελάσεις ποτέ πια.
Όλα είναι μνήμη λοιπόν;
Κι αν είχες μια μοναδική ευχή τι θα ‘ταν; Να θυμάσαι ή να χαθείς κι εσύ μέσα στη λήθη;

Τίνα Βάμβουρα



Τι μένει;


Τι τις θες αυτές τις νυχτερινές αναζητήσεις;
Όλα γύρω σώπασαν, γιατί δεν σταματάς κι εσύ ;
Τι σε νοιάζει τι μένει στο τέλος κι αυτής της ημέρας;
Απλώς κλείσε τα μάτια και σταμάτα να σκέφτεσαι.
Σταμάτα να αισθάνεσαι.
Το τίποτα και το κενό, γιατί υπάρχουν; Για να μένουν παραπονεμένα;

Μπορείς να κοιμηθείς ήρεμη. Μπορείς.
Να μη σε νοιάζει τι έγινε, τι δεν έγινε, τι θα γίνει.
Όλα για κάποιο λόγο γίνονται ή δε γίνονται καθόλου.
Και κανείς δε θα χαθεί.
Ούτε εσύ.

Ό,τι πέρασε, ό,τι έμεινε, ό,τι έφυγε, καλώς καμωμένο.
Όσα έχεις είναι αυτά που χρειάζεσαι.
Όσα έχασες είναι επειδή μπορείς και χωρίς αυτά.
Κι όσοι δεν είναι πια μαζί σου, καλά να είναι όπου κι αν βρίσκονται.

Εσύ μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη.
Δε σκότωσες, δεν έκλεψες, δεν εξαπάτησες, δεν αδίκησες επί τούτου, δεν έστησες παγίδες, δεν εκμεταλλεύτηκες, δεν πάτησες επί πτωμάτων, δεν απάτησες, δεν πρόδωσες. Δεν έκανες σκόπιμα κακό σε κανέναν.
Χάρισες και χαρίστηκες.
Άκουσες στωικά δικαιολογίες και ψέματα και κούνησες συγκαταβατικά το κεφάλι, κάνοντας πως τα πιστεύεις για να μην πληγωθεί ο άλλος.
Για να μην τον δεις να ταπεινώνεται.
Για να μην τον δεις να στενοχωρηθεί.

Έκανες τον μαλάκα τόσο καλά, από επιλογή σου.
Και δε γύρεψες εκδίκηση, ούτε καν μια κουβέντα.
Τι νόημα έχει; Αφού ξέρεις. Και οι άλλοι ξέρουν.
Κι ίσως αυτό τους θυμώνει πιο πολύ.

Κι έφυγες. Τόσο απλά, τόσο αθόρυβα.
Για να το κάνεις εύκολο για τους άλλους.
Γιατί νοιάζομαι σημαίνει, να προστατεύεις μέχρι τέλους ακόμα κι αυτούς που σε επέλεξαν για να παίξουν με τα συναισθήματα , το μυαλό και την αξιοπρέπειά σου.


Κοιμήσου λοιπόν ήσυχα, δεν είσαι μόνη.
Έχεις την μπέσα σου.

Τίνα Βάμβουρα


Φθινόπωρο και;



Κάθε φθινόπωρο λέω πως δε θα το κάνω, αλλά πάντα πέφτω στην παγίδα.
Όλο και κάποιο συρτάρι θα ανοίξω να ξεσκαρτάρω κι όλο κάτι θα βρω να μελαγχολήσει.

Κάποια κάρτα, κάποιο εισιτήριο , κάποιο γράμμα…
Μα ήμουν σίγουρη πως τα είχα πετάξει όλα. Τότε που φοβήθηκα πως θα πεθάνω και που δεν ήθελα να μείνει πίσω τίποτα προσωπικό μου.
Πέταξα λευκώματα, ημερολόγια, προσωπική αλληλογραφία.
Να μη μείνει τίποτα να μαρτυράει ποια είμαι.
Ποια είμαι και ποτέ δε με κατάλαβε κανείς.
Αφού ήταν δίπλα μου και δε με γνώρισαν, τι σημασία θα είχε να με μάθουν μέσα από εκεί;

Κι όμως να που κάποια είχαν ξεφύγει. Κι ήρθε πίσω στο μυαλό μου ό,τι είχα επιμελώς απωθήσει. Με είχα θάψει πάλι, για να μη με θυμάμαι. Ποτέ δε με άντεχα τελικά…

Πάλι φθινόπωρο και πάλι υπόσχομαι πως θα κάνω νέα ξεκινήματα. Πάλι άρχισα να κάνω βηματάκια.
Μου χαμογελάω ειρωνικά. Θα καταφέρω άραγε να ολοκληρώσω τις νέες διαδρομές; Ή πάλι θα βρεθώ στο ανάμεσα; Ούτε εμπρός, ούτε πίσω. Αλλά κάπου χαμένη να με ψάχνω και να μη με βρίσκω…

Κι εκεί που βρίσκομαι βυθισμένη στις σκέψεις, χτυπάει το τηλέφωνο. Κάποιο αγαπημένο άτομο έψαχνε να βρει πού χάθηκα…

«Σε ποια σιωπή κλείστηκες πάλι;» , μου είπε.

Άντε λοιπόν να τα πούμε. Αλλά τι;
Τι να πούμε;
Τα ανούσια τα βαριόμαστε. Τα σημαντικά πονάνε.

Τι να πούμε;
Ας κάνουμε και πάλι πως όλα είναι εντάξει.
Θα πείσουμε ο ένας τον άλλον πως είμαστε εντάξει.
Θα το πούμε όσες φορές χρειαστεί, μπας και το πιστέψουμε;

Κι ενώ ακούμε ο ένας στη φωνή του άλλου τα ζόρια , θα ξεροβήξουμε και θα το ρίξουμε στις μαλακίες , για να περάσει η ώρα, μέχρι να κλείσουμε.

- «Να σε προσέχεις, γιατί είσαι σημαντική για μένα.»
- «Το θέμα είναι πως εγώ, δεν είμαι σημαντική για μένα.»
- «Θα σε έχω πάντα μέσα μου.»
- «Ε, όποιος με ζητήσει, να του πεις πού θα ‘μαι…»
- «Θα είσαι εντάξει;»

- «Θα δείξει…»

Τίνα Βάμβουρα



Χαρταετός



Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί μας πιάνει όλους και πάμε και ξύνουμε το κακάδι από τις πληγές για να ξαναματώσουν, τη γάτα γιατί στριφογυρίζει γύρω από την ουρά της, τους σκύλους γιατί κυνηγάνε τα αυτοκίνητα κι εμένα γιατί πάω κι εμπιστεύομαι μονίμως τους λάθος ανθρώπους.

Τους ανθρώπους γενικότερα θα έπρεπε να πω, έτσι τσουβαλιάζοντας τους πάντες, γιατί στη δική μου στατιστική οι 13 στους 10 μου απέδειξαν πως είχα δίκιο, πως σωστά έχω αλλεργία στους δίποδους.

Μόνο προσπάθειες, μετωπικές με νταλίκα ή και τσιμεντένιους τοίχους. Αλλά μυαλό δε βάζω. Μαλάκας ήταν ο Διογένης που έψαχνε με το φανάρι  άνθρωπο; Κι εγώ είμαι η μούρη που θα τον βρω;

Όταν θα βρεθεί αυτός  που θα μου δώσει τη «μαγική δύναμη» να μπορώ να μη δίνω ούτε λεπτό, ούτε μια δεύτερη σκέψη, ούτε μια πρώτη καν ευκαιρία στους ανθρώπους, θα πέσω και θα του φιλήσω τα πόδια. Αρκεί να με φτιάξει, να μπορώ, να μην ακούω, να μη βλέπω, να μην πιστεύω, να μην παραμυθιάζομαι , να μην αφήνω χώρο για ούτε μισό άνθρωπο.

Υπάρχει άραγε αυτός που κατόρθωσε να συνυπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά να μην τον περνάει τίποτα; Να τους βλέπει και να μην τους βλέπει. Να μη δίνει δεκάρα τσακιστή για δαύτους…

Ή μήπως υπάρχει αυτός που δεν άφησε ποτέ κανένα κομμάτι της ψυχής του σε βρώμικα χέρια;

Μαλακισμένη ψυχή. Όλο σου κόβονται κομμάτια κι όλο ξαναβγάζεις. Κι όλο σκορπίζεσαι. Δε θα τελειώσεις ποτέ;

Πάλι άφησα κάτι κομμάτια της δικής μου ψυχής δεξιά ζερβά. Και βρέθηκαν σε κάτι ωραίους κάδους σκουπιδιών.
Ελπίζω να τα έφαγαν τα σκυλιά. Να πιάσουν και τόπο. Αρκετά χόρτασαν οι άνθρωποι.

Το χρέος μου απέναντι σε όλους το ξεπλήρωσα και με το παραπάνω και μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια, όπως πάντα.

Τα χρωστιμαία των άλλων τα χάρισα. Χαλάλι τους. Αλλά θα ήθελα να με κοιτάξουν κι αυτοί στα ματιά και να μου πούνε : «Είσαι μεγάλος μαλάκας, το ξέρεις;»

Θα τους ευχαριστήσω. Θα τους σφίξω το χέρι και θα τους ευχηθώ : στη ζωή τους να γνωρίσουν άτομα σαν κι αυτούς και να τους φερθούν όπως αυτοί σε εμένα . Να πάρουν πίσω όσα έκαναν αυτοί για μένα… Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Και θα τους ζητήσω για μένα να ευχηθούν : στη ζωή μου να γνωρίσω άτομα σαν κι εμένα και να μου φερθούν όπως φέρθηκα εγώ σε αυτούς . Να πάρω πίσω όσα έκανα για αυτούς, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Μετά θα συνεχίσω ήσυχη … Σαν χαρταετός…

Όπως λέει κι ο στιχουργός , «όσο ψηλά ανεβαίνω, τόσο καταλαβαίνω και τόσο συγχωρώ…».



Τίνα Βάμβουρα


Πρωτιά στην ήττα




Θυμάμαι μικρή που έβλεπα αγώνες με τον πατέρα μου.
-         «Εμείς μπαμπά με ποιον είμαστε;»
-         «Με αυτόν που χάνει.»
-         «Γιατί;»
-         «Κρίμα δεν είναι να υποστηρίζουν όλοι τον νικητή; Ο χαμένος δεν προσπάθησε;»

Αυτό συνόδευσε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου. Πάντα με τους χαμένους σε όλα. Πάντα με αυτούς που δεν είχαν κανέναν. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να είναι μόνο με τους δυνατούς, τους επιτυχημένους. Και για τους άλλους , ούτε γωνιά να κλάψουν.
Πάντα στις χαμένες μάχες λοιπόν.
Κάποιοι με ρώτησαν αν ήξερα πως θα κατέληγα στην ήττα. Και η απάντηση ήταν ναι.

Όλα τα ήξερα. Όλα τα είχα δει πριν γίνουν. Αλλά  σέλωνα το άλογο και πήγαινα πανέτοιμη να κυνηγήσω ανεμόμυλους. Έτσι για το γαμώτο. Για να αποδείξω σε μένα πως δεν πειράζει. Μπορώ να αντέξω όσες ήττες και να έρθουν.

 Δεν ξέρω τι είναι πιο δύσκολο. Να είσαι νικητής ή να είσαι μονίμως ηττημένος ανάμεσα σε νικητές…

Πάντα θα βγάζω το καπέλο σε όσους ξέρουν μόνο να κερδίζουν. Και δε θα βαρεθώ να τους λέω μπράβο. Γιατί θέλει τόση υπομονή και κόπο να επιμένεις. Να βροντάς σε κλειστές πόρτες και να τις κάνεις να ανοίγουν. Να μεταχειρίζεσαι τα πάντα για να κάνεις αυτό που θες εσύ. Όλα τα μέσα!

Μου είχαν πει πως στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Με έπνιξε ο εμετός.
Τι σόι έρωτας είναι αυτός που για χάρη του θα πρέπει να χάσω και την αξιοπρέπειά μου; Να μη με αναγνωρίσω; Να με σιχαίνομαι όταν θα περάσει η κάψα;
Αν ήταν να γίνει, θα γινότανε απλά. Χωρίς περιπεπλεγμένες περιπλοκές. Χωρίς σενάρια, χωρίς ρόλους, χωρίς πείσματα, χωρίς παγίδες.

Και τι πόλεμος; Πόλεμος είναι η ζωή μας κι αντίπαλοι οι άλλοι;
Τι να την κάνω αυτή τη ζωή ανάμεσα σε εχθρούς;
Όχι, ευχαριστώ, δε θα πάρω ζωή τέτοια.
 Ένα αντιεμετικό αν σας βρίσκεται και θα γυρίσω πάλι πίσω στην κοσμάρα μου.
 Αυτή την έχω κερδίσει.
Εκεί είναι το βασίλείο μου.

Εκεί κρύβομαι όταν περάσει η παραφροσύνη. Γιατί κάποιες στιγμές ανθρώπινο είναι, παρασύρεσαι… Νομίζεις πως μπορείς να αλλάξεις. Να γίνεις νικητής. Βγαίνεις να διεκδικήσεις. Ξεφτιλίζεσαι. Τρως μια γερή ψυχρολουσία και ξυπνάς.

Ωπ, λες, τι έκανα πάλι ο ηλίθιος; Πάλι βγήκα από την κοσμάρα μου;
Και επιστρέφεις , πρώτος στην ήττα , στο βασίλειο των χαμένων.
Εκεί είσαι πρώτος.
Για εκεί είσαι.
Και να ευχαριστείς την τύχη που σε έκανε και ξύπνησες εγκαίρως.
Και δεν χάθηκες στους δαιδαλώδεις δρόμους κυνηγώντας την επιτυχία, την ευτυχία ,την νίκη.
Και εδώ καλά είσαι. Καλύτερα από έξω. Εκεί έχει πόλεμο.
Εδώ έχει ησυχία και σιγουριά.
Ο νικητής πάντα θα φοβάται μην του πάρουν τον τίτλο.
Τον δικό σου, τον τίτλο του χαμένου,  δε θα τον διεκδικήσει κανείς ποτέ.

Κι έτσι είσαι πλέον ευτυχής. Για τα άλλα μην ψάχνεις.

Κι αν θελήσει ποτέ η νίκη να σε βρει, ξέρει πού μένεις.
Ας έρθει.
Εκεί θα είσαι, σταθερή αξία, θα ξιφομαχείς με κάποιον ανεμόμυλο…


Εσύ μίλα μου



Έχουν ματώσει τα αυτιά μου από τις φωνές γύρω μου. Πολλή φασαρία για να αποδείξουμε πως είμαστε κάποιοι. Δεν ξέρω σε ποιον. Ποιος νοιάζεται; Μάλλον στον εαυτό μας.

Τσιρίζουμε για να τραβήξουμε την προσοχή. Για να πούμε αρλούμπες, ψέματα. Να μας παινέψουμε. Να μειώσουμε τους άλλους . Λες κι αν ο άλλος είναι χειρότερος, εμείς θα πάρουμε το βραβείο του λιγότερου χάλια.

Ανοησίες, άνοστα, ακαταλαβίστικα , άχρωμα, άοσμα, ανεπίτρεπτα…

Πόσες φορές θα ακούσουμε κάτι αυθεντικό; Πόσες φορές θα βγάλει ο άλλος την καρδιά του και θα σου πει «άκου την». 

Πόσες φορές θα σου μιλήσει για τους φόβους του, τις ανασφάλειές του, τα μυστικά που τον πονούν ή τον λιγώνουν, αυτά που αγαπάει, αυτά που νοσταλγεί, αυτά που εύχεται;

Πόσες φορές θα βγάλει τον εγωισμό του και θα στον δώσει στα χέρια σου; Θα σου πει «Σ’ εμπιστεύομαι, κρύψ’ τον. Δεν τον χρειάζομαι ανάμεσά μας.»

Που θα ξέρει πως αυτά που θα του πεις με το στόμα, την καρδιά, τα μάτια, θα μείνουν πάντα εκεί που πρέπει. Μέσα σου.

Που θα ξέρει πως όταν τελειώσει η διαδρομή σας , θα σας κοπεί η αναπνοή. Γιατί δε θα μπορείτε πια να μοιράζεστε. Δε θα μπορείτε πια να μιλάτε ο ένας για τον άλλον.

Σε ποιον να μιλήσεις και τι να πεις; Να σου λερώσει την ανάμνηση;

Μα εσύ μίλα μου. Μίλα μου μέχρι το τέλος αυτού του δρόμου.

Μίλα μου και πες μου ό,τι θες. Διάβασέ μου στην ανάγκη και τον Τσελεμεντέ.

Αρκεί να σε ακούω. Αρκεί να χαράζεσαι μέσα μου. Αρκεί να έχω τον ήχο σου να με απασχολεί.

Αντί να φωνάξω στους άλλους που βιάζουν τα αυτιά μου « Ε, σκάστε πια !»

να συντονιστώ μόνο στη δική σου χροιά.

Μίλα μου για να σε έχω πάντα μέσα μου.

Τίνα Βάμβουρα


"κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό"

Ο χρόνος τελειώνει


Είναι κάτι μέρες που θέλω να συγκεντρώσω όλους του ηλίθιους και να τους πλακώσω στα χαστούκια. Πάνε και μου πατάνε την ψυχολογία των φίλων μου και τους γεμίζουν το μυαλό με σκουπίδια και την ψυχή τους με λάσπες.

Κατεβάζει ο κάθε τίποτας μια αμπελοφιλοσοφία του καμπινέ , την μοστράρει για βαρύ απόφθεγμα, την παίρνουν και κάτι άλλοι  καμένοι  , την διαδίδουν με στόμφο και από το πουθενά γίνεται το κακό.

Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να ακούω ευαίσθητα άτομα να μου λένε πως μπαγιάτεψαν. Πως φτάνουν τα τριάντα  και θα βγει το ζονγκ από την κουρτίνα τρία και θα τους πει : « Λυπάμαι χάσατε! Στην επόμενη ζωή.»
«Σε αυτή την ζωή έπρεπε ήδη να είχατε κάνει φράγκα, έναν γάμο χλιδάτο, να έχετε τα απαραίτητα αξεσουάρ : αμάξι υπερπαραγωγή, παιδιά, σκύλο και εξοχικό στη Μύκονο. Αν δεν τα έχετε κάνει ήδη όλα αυτά, ανοίχτε το καπάκι από το φέρετρο, μπείτε μέσα και περιμένετε να έρθουμε να σας ψάλλουμε και να σας πούμε το ύστατο χαίρε.»

Γιατί μετά τα τριάντα , δε θα σας επιλέγει κανείς. Θα είστε ένα τίποτα. Πιθανόν να έχετε και ανίατο ασθένεια… κυτταρίτιδα! Ξέρετε πόσοι δεν βρήκαν ποτέ γιατρειά από δαύτη;

Ποιος μαλάκας;  Ποιος είναι αυτός που έβγαλε το πρέπει; Και ποιος ,ακόμα μεγαλύτερος μαλάκας και από τον προηγούμενο, κατέληξε να πείσει τους άλλους πως πρέπει η αξία τους να εξαρτάται με την εξωτερική τους εμφάνιση και τα όσα υλικά κατέχουν;

Ποιος είναι αυτός που τους πείθει να μπούνε σε μια κούρσα στημένη; Να θυσιάσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες. Τα όνειρά τους για χαρά, αισιοδοξία, ελευθερία, έρωτα, και να βάλουν πρόγραμμα με χρονόμετρο;

Τι ωρολογιακός μηχανισμός είναι αυτός;  Θα σκάσει η βόμβα; Πότε;
Πότε θα τελειώσει ο χρόνος; Και ποιος χρόνος θα τελειώσει; Ο χρόνος τους ως νέοι και ήσυχοι;

Ποιος λέει πως στα τριάντα θα είναι γέροι και τελειωμένοι; Βέβαια τελειωμένες έπρεπε να πω, καθώς αυτό το βάζουν μόνο για τις γυναίκες. Γιατί αυτές προσπαθούν να πείσουν πως δε θα έχουν επιλογές μετά τα τριάντα. Οι άνδρες  - φροντίζουν να βαυκαλίζονται – ωριμάζουν όπως το παλιό κρασί…
Αλλά γίνονται κι αυτοί  ξίδι τελικά. Γιατί η φθορά του χρόνου για όλους είναι ίδια. Η ηλιθιότητα πάλι όχι…

Εγώ ξέρω ανθρώπους που ξεκινάνε στα ενενήντα πέντε νέα ζωή και στήνουν γάμο με τσαμπούνες. Γιατί η ψυχή τους μένει πάντα νέα. Δεν θέλουν να αποδείξουν κάτι. Είναι κάτι. Ο εαυτός τους. Και ξέρουν να ζήσουν.

Βλέπεις την αγωνία ενός νέου ανθρώπου. Σου λέει θέλω να ζήσω ακόμα τόσα. Θέλω να ερωτευτώ απόλυτα. Να παραλύσω από τον έρωτα. Να παίξω. Να γελάσω. Να κλάψω. Να κάνω ακόμα καμιά πενηνταριά μαλακίες. Και τι του λες; Ο χρόνος τελειώνει;
Κακός και ψυχρός να είναι ο δικός σου χρόνος ρε κονσερβοποιημένε. Ανάπηρε ψυχικά που θες να τους ακρωτηριάσεις όλους για να είστε πάτσι.

Άσε ρε τον κόσμο να ζήσει όπως αισθάνεται. Όπως του βγαίνει. Γιατί πρέπει όλοι να καλουπωθούνε για να βρουν δήθεν μου τάχα μου την ευτυχία;
Τόσοι γύρω μου ακολούθησαν το μοντέλο που προαναφέρθηκε και κοπανάνε την ξερή κεφάλα τους. Το ‘χουν ρίξει στις ουσίες και στις άνοστες συνουσίες μπας και ξεχάσουν.

Τους έχει βρει ο κακώς εννοούμενος παλιμπαιδισμός. Έχουν γίνει ρεζίλι των σκυλιών . Βγάζουν ένα σωρό κόμπλεξ κι είναι και για λύπηση. Αρκεί που στα τριάντα είχαν φτάσει στο «στόχο».

Τώρα θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Και να τα αλλάξουν όλα…

Κάποιοι την ψιλιάστηκαν την ουσία της ζωής … Να είναι ο εαυτός τους. Να τον αποδέχονται. Να τον αγαπάνε. Να τον προστατεύουν από τις ανόητες αγωνίες και τύψεις. Να μην νοιάζονται για το τι λένε οι άλλοι πως είναι το σωστό.

Όταν πέφτεις το βράδυ στο μαξιλάρι σου, μάθε να κλείνεις το μυαλό και να ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου.
Έχεις αίμα μέσα σου; Χτυπάει η ρημάδα; Ε, σταμάτα να σκέφτεσαι αυτά που σου βάλανε εντέχνως στο μυαλό οι μικρόψυχοι , οι αχάιδευτοι. Αυτοί που δεν τους αγάπησε κανένας πραγματικά και δεν αγάπησαν. Γιατί αν είχαν νιώσει πραγματικά, θα σε ενθάρρυναν να ζήσεις. Όπως θέλεις εσύ. Κι όχι όπως θέλει ο κόσμος.

Πού είναι ο κόσμος όταν περνάς τα λούκια σου μόνη σου; Πώς είπες; Απών;
Ε, φρόντισε να απουσιάζει όταν κάνεις και τις επιλογές σου.

Να λες δε χρωστάω σε κανέναν πούστη!

Να κλείνεις τα μάτια σου, τα αυτιά και να σε ονειρεύεσαι ελεύθερη.

Να κάνεις αυτό που σου φέρνει ηρεμία στην ψυχή και χαμόγελο στα χείλη.

Άσε τα μετά. Άσε τα προγράμματα. Ποτέ κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει και τι θα προλάβει να κάνει από όσα ήθελε.

Πέτα μωρέ. Κι ας τσακιστείς. Θα έχεις ζήσει τουλάχιστον μια πτήση.

Τίνα Βάμβουρα




Κούφια σκαριά



Με μια αγωνία ανοίγει και κλείνει το βλέφαρό μας : να υπάρξουμε.

Κάθε μέρα λέμε να ζήσουμε κι όλο τ’ αφήνουμε για αύριο, για μία άλλη ημέρα , πιο βολική.

Κι έτσι άσκοπα κι επίπονα περνούν οι ημέρες. Μαζί τους περνάμε κι εμείς, οι αντοχές μας, τα όνειρά μας, οι ελπίδες μας.

Αφήσαμε μια τρύπα στην ψυχή μας κι από εκεί ξεγλιστρά η ουσία μας.

Βουλώνουμε με χαρτί το κενό, για λίγο, γιατί κι αυτό υποχωρεί, μα μία επένδυση καινούρια δεν κάνουμε.

Ίσως γιατί είμαστε τρελοί.

Ίσως γιατί είμαστε φυγόπονοι.

Ίσως γιατί προτιμάμε την απελπισία του να είμαστε κούφια σκαριά.

Αρκεί να μη λυπόμαστε μετά που κανένας δε διαλέγει εμάς για να ταξιδέψει.

3.10.98
Τίνα Βάμβουρα


Πες μου ψέματα



Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία, από εκείνο το απόγευμα που πήρα ένα έφηβο τότε φιλαράκι μου να το πάω σινεμά. Δε ρωτούσε και πολλά, εμπιστευόταν την κρίση μου, μιας που ήμουν μεγαλύτερη. Το μόνο που ήθελε να μάθει κατά τη διαδρομή μας προς το κέντρο της Αθήνας, ήταν αν η ταινία θα είναι καλή. Απ’ τις καλύτερες, απάντησα. Δεν ήταν ψέμα.

Θορυβήθηκε όταν μέσα στην αίθουσα βρισκόμασταν με το ζόρι είκοσι άτομα. Το απέδωσε στο γεγονός πως ήταν καθημερινή. Πως εφόσον επρόκειτο για παλιά ταινία, θα την είχαν όλοι δει κι έτσι δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάνε. Έκανε και ψοφόκρυο. Πού να τρέχουν…

Θυμάμαι τον «τρόμο» στα μάτια του όταν ξεκίνησε το «Λεωφορείον ο Πόθος»… «Ρε συ, είναι ασπρόμαυρη! Κι αυτή η μουσική…» . Αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει. Έκατσε στωικά και αποδέχθηκε την μοίρα του. Αν έβριζε από μέσα του, δεν ξέρω. Ήμουν απορροφημένη με την Βίβιαν Λι. Πόσο μου άρεσε αυτή η γυναίκα. Η γυναίκα, όχι η ηρωίδα, η Μπλανς Ντιμπουά, με την οποία δεν είχα ποτέ κανένα κοινό ως χαρακτήρας.

Ειδικά η φράση της «πάντοτε στηριζόμουν στην καλοσύνη των ξένων» μου δημιουργούσε αλλεργία. Ποια καλοσύνη ρε κούκλα μου; Πού χάθηκε η καλοσύνη για να την βρουν οι άνθρωποι ; Εδώ την τσιγκουνεύονται οι δικοί μας, οι ξένοι θα μας την προσφέρουν; Πόσες φορές στη ζωή μας θα βρεθούμε μπροστά στην γνήσια, την ατόφια καλοσύνη; Που δεν πηγάζει από απώτερες βλέψεις, ταπεινά ελατήρια , που δεν περιμένει κάποιου είδους ανταμοιβή.

Τρώμε τις κατραπακιές , τις πισώπλατες μαχαιριές, μας φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μας, εξαιτίας των δικών μας ανθρώπων… Κι εμείς, θα κάτσουμε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στους ξένους; Ο Διογένης με το φανάρι έψαχνε άνθρωπο. Εμείς θα να αρχίσουμε να οργώνουμε όλα τα ηλιακά συστήματα για να βρούμε καλοσύνη; Άσ’την την ρημάδα και μη σώσει κι έρθει.

Με το μόνο που συμφώνησα με την Μπλάνς , αφότου πέρασαν βέβαια κάμποσα χρόνια,  ήταν η άλλη της ατάκα : « Δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία…»
Αυτή την ατάκα με όλο της το σπαραγμό , που όταν την είχα πρωτακούσει με πιάσανε τα γέλια. Το θεώρησα, απίστευτη , υπερβολική βλακεία. Ήταν η αναίδεια της νιότης , που με έκανε να λέω την Μπλανς γυναικούλα του κερατά. Πως δεν μπορεί να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Να αρπάξει την αλήθεια από τα πέτα, να την κοιτάξει κατάματα και να της πει : «Εδώ είμαι. Ορίστε χτύπα. Λυγίζω, αλλά δε θα σπάσω.»

Το φιλαράκι μου, συγκινημένο από την φράση αυτή, κι εγώ η αφελής να καγχάζω. Να λέω φέρτε μου αλήθειες , να τις καταπιώ αμάσητες. Να σας δείξω εγώ, πόσο δυνατός πρέπει να είναι κανείς.

Κι όταν δεν κάθεσαι καλά και προκαλείς την τύχη σου κι αρχίζεις να εύχεσαι, να το ξέρεις , θα σου σκάσει μια στιγμή στα μούτρα και θα κλαις… Μπορεί να αργήσει, αλλά θα ‘ρθει… Θα έρθει την πιο κατάλληλη ώρα. Για να σε μάθει να κρατάς την μεγάλη στοματάρα σου κλειστή και να μην το παίζεις καμπόσος.


Κι ήρθαν όλες οι αλήθειες. Όλος ο κυνισμός και ο ρεαλισμός μαζί. Κι ήταν τόση η ένταση που δεν ήξερα πώς να την διαχειριστώ. Ήρθαν όλα. Ακόμα κι αυτά που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να αντέξω. Αν ήταν φάντασμα η Μπλανς, θα ορκιζόμουν πως μπορούσε να με δει και να γελάσει με την ψυχή της. Κι αν και δεν ταιριάζει σε μια τόσο λεπτεπίλεπτη ηρωίδα, θα μπορούσα με βεβαιότητα να πω πως το «πάρτα μωρή άρρωστη», αυτή το είπε , κι όχι πως οι παρενέργειες της αλήθειας είχαν πειράξει το μυαλό μου κι άκουγα ειρωνικές φωνές να με περιγελούν.

Όχι άλλο ρεαλισμό. Θέλω κι εγώ μαγεία. Μια μαγεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου. Να μου ησυχάζει τις αγωνίες. Να με κάνει να διαγράφω από το μυαλό πρόσωπα και καταστάσεις , πριν καν πάρω χαμπάρι τι έγινε. Να με νανουρίζει γλυκά και να με βάζει να κοιμάμαι όρθια, ανακουφισμένη και πλήρης.

Πες μου ψέματα. Πες μου ό,τι θες. Καλά να ‘ναι κι ό,τι να ναι. Δώσε μου παραμύθια να ναρκωθώ. Ήταν μεγάλη η δόση της αλήθειας και ρετάρισα.

Πες μου ψέματα ντε! Θα κάνω πως σε πιστεύω και ίσως και να σε αγαπήσω που διώχνεις για λίγες στιγμές την πραγματικότητα.

Επιτέλους , πες μου ψέματα!

Θέλω να ξεχάσω το πόσο αληθινά ψεύτικοι ήταν τόσοι γύρω μου.

Τίνα Βάμβουρα




Θαμμένες μνήμες



Ξυπνάς μέσα στη νύχτα από ένα όνειρο πως ήσουν ακόμα παιδί στη γειτονιά κι έπαιζες αμέριμνα. Ήταν καλοκαίρι, βράδυ , τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει, εσύ ήσουν λουσμένη στον ιδρώτα ανάμεικτο με χώμα, αίματα, καρούμπαλα, γρατζουνιές κι όμως συνέχιζες τον πετροπόλεμο με πάθος. Σα να μην υπήρχε αύριο. Σα να έπρεπε σε αυτή την μάχη να νικήσεις οπωσδήποτε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ποτέ δεν έδωσες τόσο πάθος στις μάχες. Πάντα άφηνες να σε κερδίζουν. Ίσως οι άλλοι το είχαν περισσότερο ανάγκη. Ίσως και κάπου να ‘χασες το πάθος μέσα στην καθημερινότητα. Ίσως και η θέση σου να είναι πάντα με τους χαμένους , που συμπαθείς , ταυτίζεσαι και θες να προστατεύεις. Ευκαιρίες για περισσότερες χαμένες μάχες… Να προστατέψεις εσύ; Που δεν ξέρεις πώς να προστατέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό…

Ο τόπος μύριζε νυχτολούλουδο και βρεγμένο χορτάρι. Αν κλείσεις τα μάτια, ακόμα αυτές οι μυρωδιές σου έρχονται τόσο έντονα, σα να είσαι ακόμα εκεί κι ας βρίσκεσαι δεκαετίες μετά. Είναι σα να ακούς την μάνα σου να φωνάζει από μακριά, γιατί έπρεπε να είχες γυρίσει εδώ και δύο ώρες. Κι όμως είσαι ακόμα έξω και παίζεις. Αξίζει το βρισίδι και οι φάπες που θα φας όταν γυρίσεις.

Ξύπνησες. Ακόμα δεν έχει χαράξει. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη , κόντεψες να βάλεις τις φωνές. «Ποιά είναι αυτή; Ποια είναι αυτή μέσα στο σπίτι μου; Εγώ; Όχι κάποιο λάθος κάνετε. Εγώ είμαι ακόμα τόσο μικρή. Τόσο ατσαλάκωτη. Αυτήν εδώ δεν την αναγνωρίζω. Ίσως μοιάζουμε λιγάκι στις ρυτίδες έκφρασης. Ίσως κι αυτή να έκλαιγε και να γελούσε έντονα κι έτσι τυχαία να σταμπάρισε το δέρμα της στα ίδια σημεία. Αλλά δεν είναι εγώ. Ή μήπως είναι; Αλλά τα μάτια της. Αυτό το βλέμμα είναι ακατανόητο… Τι είδε κι έγινε έτσι;»

Ποια ήσουν; Ποια έγινες; Τι είσαι πια; Τι θα γίνεις; Έχει σημασία; Μπορείς να το πάρεις πάλι όλο από την αρχή; Να γίνεις μία άλλη; Αλήθεια ξέρεις τι θέλεις να είσαι;

Τόσες ερωτήσεις αναπάντητες. Γιατί πρέπει να δοθούν απαντήσεις; Γιατί να μην αφήσεις τον χρόνο να κυλήσει; Να δεις το μέλλον τι επιφυλάσσει για σένα. Το κάνεις τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια.

Το μόνο που θα ήθελες είναι η σιωπή στο μυαλό και στην ψυχή. Η ησυχία. Να μη σηκώνονται ξαφνικά θαμμένες μνήμες. Να τις βγάζεις εσύ, μόνο τις καλές, όταν είναι η ώρα να αναπολήσεις και να πέσεις να κοιμηθείς με ένα χαμόγελο. Ένα αμφιλεγόμενο χαμόγελο, γλυκόπικρο. Για όσα ωραία πέρασαν και δε θα ξαναρθούν. Αλλά που έχουν τον τρόπο να σε νανουρίζουν και να σου αφήνουν την ελπίδα πως έστω δεν θα τα ξαναζήσεις, όμως θα τα ξαναδείς στο όνειρο.

Να μπορείς να κλείνεις  με τον μαγικό διακόπτη το μυαλό και το συναίσθημα από όσα δε θες να θυμάσαι. Να μην μπορείς να βρεις τα σημάδια από τις πληγές. Να έχεις ξεχάσει το πώς τραυματίστηκες και ποιος ευθύνεται, αν υπάρχει κάποιος άλλος υπεύθυνος εκτός από εσένα. Το ξέρεις άλλωστε, πως παθαίνουμε κυρίως μόνο όσα αφήνουμε να μας συμβούν…

Να μπορείς να μην περιμένεις το λυτρωτικό φως της χαραυγής για να κλείσεις τα μάτια. Οι μπαμπούλες σου στην ουσία δε σκορπίζουν στο πρώτο φως της ημέρας. Απλώς πέφτουν πριν από εσένα για ύπνο. Θα τα ξαναπείτε σύντομα…

Τίνα Βάμβουρα








(την τεχνολογία μου και την ασχετοσύνη μου μέσα... δεν μπορώ να ανεβάσω το βίντεο με τον Χαρούλη, που τον προτιμώ http://www.youtube.com/watch?v=Ymg21koAY9Y
αλλά πού θα πάει, κάποια μέρα θα την βρω την άκρη...)

Αγαπημένο μαύρο

Αισιόδοξο καλωσόρισμα...
Δε σου αρέσει το μαύρο;
Γιατί;
Αν βάλεις στο χαρτί όλα τα χρώματα μαζί, μαύρο θα βγει!
Θα τα λέμε από εδώ, ελπίζω...

Τίνα Βάμβουρα