Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Όλα είναι μνήμη




Τα καλοκαιρινά βράδια στο νησί παρακολουθούσα τη γιαγιά μου και την αδερφή της καθισμένες στο μπαλκόνι, γυρισμένες προς το Ικάριο , να λένε τις ιστορίες τους από τότε που ήταν παιδιά. Τις πλάκες και τα γέλια, τις βεγγέρες τους, τους νεανικούς τους έρωτες. Τα χρόνια που μετανάστευσαν στην Αίγυπτο προσπαθώντας να ζήσουν. Τους άντρες, τις φιλίες τους, τα δύσκολα και τα καλά που πέρασαν, όλα με μεγάλη νοσταλγία. Κάθε βράδυ τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες που ποτέ δε βαριόμασταν να ξανακούμε.

Έρχονταν και τα ξαδέρφια και τα φιλαράκια τους, όλα Χαιλάντερς και έτσι κάποια στιγμή αθροίζοντας τις ηλικίες που είχαμε στο μπαλκόνι, είχαμε φτάσει τα χίλια και συνεχίζαμε… Λέγαμε χασκογελώντας πίσω από την πλάτη τους, να βάλουμε ταμπέλα στα κάγκελα  «Βρεφονηπιακός Σταθμός τα Ζουζουνάκια» όταν κάποια στιγμή όλα τα γερόντια βρίσκανε κάτι για να τσακωθούν κι έπρεπε να πάω έξω να τα χωρίσω μην αρχίσουν κι εκσφενδονίζουν γλυκά του κουταλιού, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγω τα μπαστούνια που κράδαιναν στον αέρα απειλώντας ο ένας τον άλλον.

Η θεία η Νταίζη – Δέσποινα βαφτισμένη, αλλά από τότε που πάτησε το πόδι της στα ξένα, μια φορά την είπαν Νταίζη και δεν άκουγε στο Δέσποινα ξανά… - κοντά στα 97, αλλά με νύχι μακρύ και κόκκινο της ώρας, τσαντάκι και ασορτί καπέλο , δεν πα να ήταν 3 το ξημέρωμα, το καπέλο στη θέση του και μαλλί στην πένα, να επιμένει  τα χιλιάδες χάπια που έπινε με τη χούφτα – όσα ήθελε κι όσα της άρεσε το χρώμα- να τα συνοδεύει με μπύρα… Να ξεχνάει ποια είναι και ποιοι είμαστε οι γύρω και να σηκώνεται το χωριό στο πόδι με τις φωνές που έμπηζε πως η νύφη της  «έκλεψε» το body milk και τώρα αυτή με τι θα αλείφεται…

Να πετάγεται ο ξάδερφος της ο Μανώλης «Θες και body milk ρε χούφταλο; Να σε πάρει ωραία ο Χάρος;» και να γίνεται αναπαράσταση του γάμου του Κουτρούλη , όπου κλάματα , γέλια, μπινελίκια , μπηχτές και αποκάλυψη πικάντικων κι ασυγχώρητων μυστικών εκατέρωθεν έπεφταν σύννεφο…

Είχα ονειρευτεί κάποτε να το ζήσω κι εγώ με τον αδερφό μου. Να καθόμαστε σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου, καθώς εμείς είμαστε και κυνικοί , να μιλάμε για τα περασμένα και κάπου γύρω να υπάρχουν τα παιδιά, τα ανίψια  και τα εγγόνια μας, να μας κράζουν. Να μας βαριούνται και να μας αγαπούν ταυτόχρονα.

Να έρχονται κι οι φίλοι , να υπάρχει πάντα ζωή στο σπίτι. Αυτό το σπίτι που είχε πάντα κόσμο. Που είχε πάντα τη μάνα μου να μαγειρεύει και να μπουκώνει όποιον βρίσκει. Να ακούγεται φασαρία , μουσική και γέλιο, χωρίς να έχουμε γιορτή. Αλλά επειδή είναι καλοκαίρι κι όλοι βρισκόμαστε εκεί, στο ραντεβού με αυτόν τον τόπο και τους δικούς μας.

Τα χρόνια πέρασαν πιο γρήγορα από όσο φαντάστηκα. Οι παρουσίες λιγόστεψαν πολύ. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα «φεύγουν» και οι Χαιλάντερς… Κάτι ιστορίες , βιντεοκασέτες και κάτι φωτογραφίες έμειναν για να θυμάμαι.

Παιδιά, ανίψια κι εγγόνια δεν τα βλέπω στον μακρινό ορίζοντα… Δεν βλέπω καν τον αδερφό μου να μου κάνει τη χάρη να μη με αφήσει σαν το κούτσουρο.

Τρέμω την ώρα που θα βρεθώ μόνη με το σκύλο εκεί μέσα στην ησυχία.

Λένε πως όταν υπάρχει κάποιος πίσω να σε θυμάται, ουσιαστικά ποτέ δεν πεθαίνεις.
Εγώ θυμάμαι. Σε ποιον θα  μεταφέρω αυτές τις θύμησες;
Σε ποιον θα πω για αυτούς που αγάπησα;
Ολόκληρες γενιές ανθρώπων θα πεθάνουν μαζί με μένα.
Αυτά που έζησαν, αυτά που είπαν, αυτά που ζήσαμε μαζί , θα σβήσουν.

Συνειδητοποιείς πως μεγάλωσες όταν μένεις ο τελευταίος που φυλάει το χώμα που ζήσατε και τις αναμνήσεις.
Όταν κάθεσαι στις καρέκλες τους κι είναι σα να τους βλέπεις ζωντανούς μπροστά σου και γελάς με όσα λέγατε και κάνατε.

Κι ύστερα έρχεται μια τέτοια θλίψη, που νιώθεις πως δε θα ξαναγελάσεις ποτέ πια.
Όλα είναι μνήμη λοιπόν;
Κι αν είχες μια μοναδική ευχή τι θα ‘ταν; Να θυμάσαι ή να χαθείς κι εσύ μέσα στη λήθη;

Τίνα Βάμβουρα



2 σχόλια:

  1. Να θυμάσαι,πάντα να θυμάσαι,γιατί οι αναμνήσεις του καθενός είναι το σπίτι του και κανείς δεν θέλει νάναι άστεγος.
    Ακρως συγκινητικό κείμενο.
    Νόρα Λ.Θεοφανοπούλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή