Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Πες μου ψέματα



Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία, από εκείνο το απόγευμα που πήρα ένα έφηβο τότε φιλαράκι μου να το πάω σινεμά. Δε ρωτούσε και πολλά, εμπιστευόταν την κρίση μου, μιας που ήμουν μεγαλύτερη. Το μόνο που ήθελε να μάθει κατά τη διαδρομή μας προς το κέντρο της Αθήνας, ήταν αν η ταινία θα είναι καλή. Απ’ τις καλύτερες, απάντησα. Δεν ήταν ψέμα.

Θορυβήθηκε όταν μέσα στην αίθουσα βρισκόμασταν με το ζόρι είκοσι άτομα. Το απέδωσε στο γεγονός πως ήταν καθημερινή. Πως εφόσον επρόκειτο για παλιά ταινία, θα την είχαν όλοι δει κι έτσι δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάνε. Έκανε και ψοφόκρυο. Πού να τρέχουν…

Θυμάμαι τον «τρόμο» στα μάτια του όταν ξεκίνησε το «Λεωφορείον ο Πόθος»… «Ρε συ, είναι ασπρόμαυρη! Κι αυτή η μουσική…» . Αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει. Έκατσε στωικά και αποδέχθηκε την μοίρα του. Αν έβριζε από μέσα του, δεν ξέρω. Ήμουν απορροφημένη με την Βίβιαν Λι. Πόσο μου άρεσε αυτή η γυναίκα. Η γυναίκα, όχι η ηρωίδα, η Μπλανς Ντιμπουά, με την οποία δεν είχα ποτέ κανένα κοινό ως χαρακτήρας.

Ειδικά η φράση της «πάντοτε στηριζόμουν στην καλοσύνη των ξένων» μου δημιουργούσε αλλεργία. Ποια καλοσύνη ρε κούκλα μου; Πού χάθηκε η καλοσύνη για να την βρουν οι άνθρωποι ; Εδώ την τσιγκουνεύονται οι δικοί μας, οι ξένοι θα μας την προσφέρουν; Πόσες φορές στη ζωή μας θα βρεθούμε μπροστά στην γνήσια, την ατόφια καλοσύνη; Που δεν πηγάζει από απώτερες βλέψεις, ταπεινά ελατήρια , που δεν περιμένει κάποιου είδους ανταμοιβή.

Τρώμε τις κατραπακιές , τις πισώπλατες μαχαιριές, μας φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μας, εξαιτίας των δικών μας ανθρώπων… Κι εμείς, θα κάτσουμε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στους ξένους; Ο Διογένης με το φανάρι έψαχνε άνθρωπο. Εμείς θα να αρχίσουμε να οργώνουμε όλα τα ηλιακά συστήματα για να βρούμε καλοσύνη; Άσ’την την ρημάδα και μη σώσει κι έρθει.

Με το μόνο που συμφώνησα με την Μπλάνς , αφότου πέρασαν βέβαια κάμποσα χρόνια,  ήταν η άλλη της ατάκα : « Δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία…»
Αυτή την ατάκα με όλο της το σπαραγμό , που όταν την είχα πρωτακούσει με πιάσανε τα γέλια. Το θεώρησα, απίστευτη , υπερβολική βλακεία. Ήταν η αναίδεια της νιότης , που με έκανε να λέω την Μπλανς γυναικούλα του κερατά. Πως δεν μπορεί να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Να αρπάξει την αλήθεια από τα πέτα, να την κοιτάξει κατάματα και να της πει : «Εδώ είμαι. Ορίστε χτύπα. Λυγίζω, αλλά δε θα σπάσω.»

Το φιλαράκι μου, συγκινημένο από την φράση αυτή, κι εγώ η αφελής να καγχάζω. Να λέω φέρτε μου αλήθειες , να τις καταπιώ αμάσητες. Να σας δείξω εγώ, πόσο δυνατός πρέπει να είναι κανείς.

Κι όταν δεν κάθεσαι καλά και προκαλείς την τύχη σου κι αρχίζεις να εύχεσαι, να το ξέρεις , θα σου σκάσει μια στιγμή στα μούτρα και θα κλαις… Μπορεί να αργήσει, αλλά θα ‘ρθει… Θα έρθει την πιο κατάλληλη ώρα. Για να σε μάθει να κρατάς την μεγάλη στοματάρα σου κλειστή και να μην το παίζεις καμπόσος.


Κι ήρθαν όλες οι αλήθειες. Όλος ο κυνισμός και ο ρεαλισμός μαζί. Κι ήταν τόση η ένταση που δεν ήξερα πώς να την διαχειριστώ. Ήρθαν όλα. Ακόμα κι αυτά που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να αντέξω. Αν ήταν φάντασμα η Μπλανς, θα ορκιζόμουν πως μπορούσε να με δει και να γελάσει με την ψυχή της. Κι αν και δεν ταιριάζει σε μια τόσο λεπτεπίλεπτη ηρωίδα, θα μπορούσα με βεβαιότητα να πω πως το «πάρτα μωρή άρρωστη», αυτή το είπε , κι όχι πως οι παρενέργειες της αλήθειας είχαν πειράξει το μυαλό μου κι άκουγα ειρωνικές φωνές να με περιγελούν.

Όχι άλλο ρεαλισμό. Θέλω κι εγώ μαγεία. Μια μαγεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου. Να μου ησυχάζει τις αγωνίες. Να με κάνει να διαγράφω από το μυαλό πρόσωπα και καταστάσεις , πριν καν πάρω χαμπάρι τι έγινε. Να με νανουρίζει γλυκά και να με βάζει να κοιμάμαι όρθια, ανακουφισμένη και πλήρης.

Πες μου ψέματα. Πες μου ό,τι θες. Καλά να ‘ναι κι ό,τι να ναι. Δώσε μου παραμύθια να ναρκωθώ. Ήταν μεγάλη η δόση της αλήθειας και ρετάρισα.

Πες μου ψέματα ντε! Θα κάνω πως σε πιστεύω και ίσως και να σε αγαπήσω που διώχνεις για λίγες στιγμές την πραγματικότητα.

Επιτέλους , πες μου ψέματα!

Θέλω να ξεχάσω το πόσο αληθινά ψεύτικοι ήταν τόσοι γύρω μου.

Τίνα Βάμβουρα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου